Η αερολογοκρατία
Αερολογία, χυδαιστί παπαρολογία, (και, για τους αρχαιομαθείς, επεοπτεροντική ρητορεία ή φιλοσοφία της αμπέλου) καλείται ο λόγος ο οποίος στερείται ουσιαστικού (ή και οποιουδήποτε άλλου) περιεχομένου. Οι αντίπαλοι της πραγματιστικής δημοκρατίας προσάπτουν στους τους εκπροσώπους των κομμάτων εξουσίας (και των προθύμων συμμάχων τους), τον χαρακτηρισμό του αερολόγου. Θα επιχειρήσω εδώ να αποδείξω με ισχυρά επιχειρήματα τη βαρύτατη πλάνη στην οποία περιπίπτουν οι εμπαθείς αυτοί άνθρωποι.
Ο έντεχνος λόγος των ειδικευμένων ρητόρων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ο διασυρόμενος ανευθύνως ως αερολογικός, διακρίνεται, γενικώς, σε δυο βασικές κατηγορίες: τον απλό και τον σύνθετο. Οι φορείς του απλού λόγου έχουν ως αρχή τους την ανάδειξη της αυτονόητης αλήθειας σε ολοφάνερο πυρήνα της εκάστοτε ασκούμενης, και πάντα γειωμένης, κυβερνητικής πολιτικής. Οι εκφραστές του σύνθετου λόγου, αντιθέτως, παρουσιάζουν την ίδια αλήθεια μέσα από υποδειγματικά λεκτικά φίλτρα, κατανοητά μόνον από στενούς κύκλους μυημένων ή και αποκλειστικά από τον εαυτό τους. Οι δυο αυτές εκδοχές αλληλοσυμπληρώνονται, αποδεικνύοντας τόσο τον πραγματισμό των υπεύθυνων πολιτικών όσο και το υψηλό επίπεδο του στοχασμού τους.
Η πλέον συνεπής και αποτελεσματική έκφραση του απλού πολιτικού λόγου είναι αυτή της ενακαινακανουνδυολογίας (εκ του «ένα κι ένα κάνουν δυο»). Βασικά της χαρακτηριστικά είναι το λιτό λεξιλόγιο, που σπανίως υπερβαίνει τις εκατό έως εκατόν σαράντα λέξεις, και η διαρκής έκπληξη η οποία είναι αποτυπωμένη στα πρόσωπα των φορέων της. Η έκφραση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι οι ρήτορες της συγκεκριμένης κατηγορίας αδυνατούν απολύτως να αντιληφθούν πώς είναι δυνατόν ορισμένοι εκ των συνομιλητών τους να μην μπορούν να κατανοήσουν μια πραγματικότητα η οποία εκτίθεται εντελώς γυμνή μπροστά στα μάτια τους και ως εκ τούτου να επιμένουν να αντιδικούν με τους εκφραστές της. Πέραν της πολιτικής, διακεκριμένους εκπροσώπους της ανωτέρω τάσης συναντάμε επίσης στα μέσα ενημέρωσης και στον μεγαλοεπιχειρηματικό χώρο.
Εμβληματικό παράδειγμα λεκτικής προβολής του αυτονόητου ως αυταπόδεικτης και αυτοτροφοδοτούμενης αλήθειας αποτελεί ο λόγος του κεντροδεξιού πολιτικού και επιχειρηματία Στέφανου Μάνου, πρώην υπουργού και βουλευτή του μεγάλου κεντροδεξιού κόμματος, ο οποίος εκλέχτηκε μια φορά και με το μεγάλο κεντροαριστερό κόμμα, και εν συνεχεία ηγήθηκε μερικών business plun εξωκοινοβουλευτικών σχηματισμών. Σύμφωνα με την πολιτική αντίληψη του ανδρός, η πεποίθηση πολλών πως ζούμε σε έναν σύνθετο και βυθισμένο στην αδικία κόσμο, η γνώση του οποίου απαιτεί διαρκή και αρκούντως επίπονη ανάλυση, αποτελεί μύθευμα. Τα πάντα βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας, απολύτως αναγνωρίσιμα και δηλωτικά της μοναδικής εφικτής- και μη επιδεχόμενης ουσιαστικών αλλαγών- πραγματικότητας.
Η επιχειρηματολογία του κυρίου Μάνου αναπτύσσεται κάπως έτσι: Η χώρα βυθίστηκε στο χρέος και στα ελλείμματα; Όλοι ευθυνόμαστε εξίσου γι αυτό, οπότε όλοι πρέπει να πληρώσουμε για να σωθεί. Οι μισθωτοί, συνταξιούχοι και μικροί επαγγελματίες διαμαρτύρονται πως οι ίδιοι δεν ευθύνονται, καθώς επιβαρύνονται με το μεγαλύτερο μέρος της φορολογικής πίττας, την ίδια ώρα που οι μεγαλοκεφαλαιούχοι το γλεντάνε ανενόχλητοι σε βάρος των ίδιων και της οικονομίας; Αστεία πράγματα. Αν δεν υπήρχαν οι μεγαλοεπιχειρηματίες, δεν θα υπήρχαν οι μισθωτοί, άρα και οι συνταξιούχοι. Στην περίπτωση που τα βάρη της κρίσης πέσουν στους πρώτους, οι δεύτεροι θα συντριβούν ολοκληρωτικά. Ναι, αλλά τελικά πληρώνουν το μάρμαρο μόνο οι φτωχοί, ενώ π.χ. οι τραπεζίτες επιδοτούνται με δεκάδες δις. Ωραία λοιπόν, να μην επιδοτούνται τα πιστωτικά ιδρύματα, να χρεοκοπήσουν, να δούμε τότε τι θα λένε οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι για τις καταθέσεις τους. Τα λεφτά των ασφαλιστικών ταμείων φαγώθηκαν σε άτοκες καταθέσεις, απαξιωμένες μετοχές και δημημένα ομόλογα. Και τι να κάνουμε τώρα, να τα αδειάσουμε τελείως, σπαταλώντας τα στις συντάξεις; Μα το ύψος των συντάξεων καθορίζεται από τις εισφορές των ίδιων των εργαζομένων, οπότε δικαιούνται να πάρουν τα λεφτά τους πίσω. Θα τα έπαιρναν, αν υπήρχαν. Ας διαλέξουν, επιτέλους, οι άνθρωποι. Ή λιγότερα και σίγουρα λεφτά, ή καθόλου συντάξεις. Ένα κι ένα κάνουν δυο.